κατα-νέομαι

κατα-νέομαι

κατα-νέομαι, herabkommen, τινός, von Etwas, Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • τέλομαι — και κυπριακός τ. γ εν. τένται Α (ενεστ. με σημ. μέλλ.) θα είμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστωτικός τ. με σημ. μέλλοντα, που χρησιμοποιήθηκε ως μέλλοντας τού εἰμί στην κρητική διάλεκτο (πρβλ. εἶμι, νέομαι «θα επανέλθω»). Ο τ. τέλομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • άσμενος — ἄσμενος, η, ον (Α) 1.1. πάρα πολύ ευχαριστημένος, περιχαρής 2. (με επιρρ. σημ.) ευχαρίστως, με μεγάλη χαρά II. επίρρ. ἀσμένως ευχαρίστως, με πολλή χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρει το ινδοευρ. επίθημα meno , το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις… …   Dictionary of Greek

  • εύνοστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηλιέα και της Σκιάδας, που τον λάτρευαν κυρίως στην Τανάγρα ως προστάτη των ποντοπόρων από τις τρικυμίες αλλά και των στεριανών από τους σεισμούς και την ξηρασία. Τον είχε αναθρέψει η νύμφη Ευνόστη και τον αγάπησε… …   Dictionary of Greek

  • νηλεής — και νηλής και επικ. τ. νηλειής, ές (Α) 1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος 2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.) 3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου. επίρρ... νηλεώς και επικ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”