- κατα-μέτρησις
κατα-μέτρησις, ἡ, das Vermessen, die Ausmessung, des Lagers, Pol. 6, 41, 5 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μέτρησις, ἡ, das Vermessen, die Ausmessung, des Lagers, Pol. 6, 41, 5 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
Αρχιμήδης — (Συρακούσες 287 – Συρακούσες 212 π.Χ.).Μαθηματικός και φυσικός. Ήταν γιος του αστρονόμου Φειδία και λέγεται ότι υπήρξε μαθητής του Ευκλείδη. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στις… … Dictionary of Greek