- κατα-βλώσκω
κατα-βλώσκω (s. βλώσκω), durch-, entlanggehen; ἄστυ καταβλώσκοντα Od. 16, 466; ποταμοῖο καταβλώσκοντε ῥεέϑρῳ Ap. Rh. 4, 227. – Ein fut. καταβλώξουσι bildet Lycophr. 1068.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-βλώσκω (s. βλώσκω), durch-, entlanggehen; ἄστυ καταβλώσκοντα Od. 16, 466; ποταμοῖο καταβλώσκοντε ῥεέϑρῳ Ap. Rh. 4, 227. – Ein fut. καταβλώξουσι bildet Lycophr. 1068.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωκύμολος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β τού βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό μολος] … Dictionary of Greek