- κατα-μονή
κατα-μονή, ἡ, das Verweilen, Zögern, Pol. 3, 79, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μονή, ἡ, das Verweilen, Zögern, Pol. 3, 79, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κύκκου, μονή — Μονή της Κύπρου. Βρίσκεται στο όρος Τρόοδος, σε υψόμετρο περίπου 1.300 μ. και είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Ιδρύθηκε κατά τα τέλη του 11ου αι. ύστερα από δωρεά του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, ο οποίος δώρισε επίσης στη μονή μία εικόνα της Θεοτόκου, από … Dictionary of Greek
μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών … Dictionary of Greek
Μεγάλου Σπηλαίου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Αχαΐας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται κοντά στα Καλάβρυτα, στη δυτική γυμνή και κατακόρυφη πλαγιά του Χελμού και εξαρτάται από τη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Το μοναστήρι, το οποίο είναι… … Dictionary of Greek
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… … Dictionary of Greek
Πετράκη, μονή — Βρίσκεται στην Αθήνα, πίσω από το νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μέσα σε μικρή συστάδα από αιωνόβια πεύκα και κυπαρίσσια, που αποτελούν το τελευταίο υπόλειμμα του δάσους που σκέπαζε παλιότερα την περιοχή. Στο κτίριο που χτίστηκε τελευταία στην Α πλευρά … Dictionary of Greek
Γηροκομείου, μονή — Ιστορική μονή των Πατρών. Ιδρύθηκε πιθανώς πριν από τον 10o αι. επάνω σε ερείπια άγνωστου αρχαίου κτίσματος. Η ονομασία της οφείλεται στο ότι κατά τους βυζαντινούς χρόνους η μονή συντηρούσε γηροκομείο. Κατά τη φραγκοκρατία την κατέλαβαν… … Dictionary of Greek
Φιλοσόφου, μονή — Ιστορική μονή της Γορτυνίας, 7 χλμ. Β της Δημητσάνας, χτισμένη σε γραφική αλλά δυσπρόσιτη όχθη βαθιάς χαράδρας, που τη διαρρέει ο ποταμός Λούσιος. Ιδρύθηκε λίγο πριν το 967 από τον αξιωματούχο του Νικηφόρου Φωκά Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο, που ήταν… … Dictionary of Greek
Γηρομερίου, μονή — Παλαιό μοναστικό κέντρο της Ηπείρου, βόρεια των Φιλιατών, στην πλαγιά δυσπρόσιτης χαράδρας του Φαρμακοβουνίου. Την ίδρυσε στις αρχές του 13ου αι. ο όσιος Νείλος, ο λεγόμενος Ιεριχιώτης, Βυζαντινός ευπατρίδης –της οικογένειας των Λασκάρεων– που… … Dictionary of Greek
Καισαριανής, μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Υμηττού, 6 χλμ. Α του κέντρου της Αθήνας. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι στην περιοχή υπήρχε οικισμός από τη νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με διάφορες αρχαίες μαρτυρίες, στον χώρο αυτό, που… … Dictionary of Greek
Παναγίας, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια. 1. Ακρωτηριανής (Τοπλού). Ανδρικό μοναστήρι του νομού Λασιθίου. Bλ. λ. Τοπλού, μονή. 2. Καλυβιανής. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Ηρακλείου. Bλ. λ. Καλυβιανής (Παναγίας), μονή. 3. Κλεισούρας … Dictionary of Greek