κατα-νοητικός

κατα-νοητικός

κατα-νοητικός, ή, όν, zum Bemerken, Beobachten geschickt, scharfsinnig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νοητικός — ή, ό (ΑΜ νοητικός, ή, όν) [νοητός] 1. ικανός να νοεί, να συλλαμβάνει με τον νου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοητικό(ν) η δύναμη τής διάνοιας, η νόηση νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόηση («νοητικές λειτουργίες») μσν. το ουδ. ως ουσ. αίνιγμα …   Dictionary of Greek

  • νοητικός χάρτης — Νοητική εικόνα του περιβάλλοντος κόσμου την οποία διαμορφώνει σταδιακά ένας άνθρωπος ανάλογα με την εκπαίδευσή του, τις προσωπικές του εμπειρίες και τις αντιλήψεις της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει. Ο όρος αυτός συνδέεται με το εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”