- προ-νομία
προ-νομία, ἡ, Vorrecht, Privilegium; Luc. abd. 23; D. Cass. 53, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-νομία, ἡ, Vorrecht, Privilegium; Luc. abd. 23; D. Cass. 53, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προνομία — (I) η, ΝΜΑ προνόμιο, δικαίωμα κατ εξαίρεση τής κοινής νομοθεσίας (α. «οι προνομίες τού Οικουμενικού Πατριαρχείου» β. «οὐδὲ τῇ ἡλικίᾳ τῶν γερόντων προνομίαν διδόασιν ἂν μὴ καὶ τῷ φρονεῑν πλεονεκτῶσι», Στράβ. γ. «τυχεῑν προνομίας τῆς παρ αὐτῷ τῷ… … Dictionary of Greek
μοιρονομία — η η διαίρεση τών γωνιομετρικών οργάνων σε μοίρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα «μονάδα μέτρησης» + νομία (< νόμος < νέμω), πρβλ. προ νομία] … Dictionary of Greek