- κατα-νοτίζω
κατα-νοτίζω, benetzen, anfeuchten, in tmesi, Eur. I. T. 833.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-νοτίζω, benetzen, anfeuchten, in tmesi, Eur. I. T. 833.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… … Dictionary of Greek
κατανοτίζω — (Α κατανοτίζω) υγραίνω πολύ (α. «κατανότισαν όλοι οι τοίχοι τού σπιτιού» β. «κατὰ δὲ γόος ἅμα χαρᾷ τὸ σὸν νοτίζει βλέφαρον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νοτίζω «υγραίνω»] … Dictionary of Greek
χνότο — και παλ. τ. χνώτο, το, Ν 1. η απόπνοια τού στόματος («γιατί τα χνώτα μου βρωμούν σαν τής ταφής το χώμα», Γρυπ.) 2. φρ. «δεν ταιριάζουν τα χνότα μας» έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις ή συνήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τη λ … Dictionary of Greek