- κατα-μοσχεύω
κατα-μοσχεύω, durch Ableger fortpflanzen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μοσχεύω, durch Ableger fortpflanzen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεμοσχεύθη — κατά μοσχεύω plant a sucker aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… … Dictionary of Greek
μεταμοσχεύω — (Α μεταμοσχεύω) εγκεντρίζω, μπολιάζω με τη μέθοδο τής μεταμόσχευσης νεοελλ. εκτελώ μεταμόσχευση οργάνου ή εμβρύου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) μεταφυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μοσχεύω «αποσπώ μόσχους και τους φυτεύω»] … Dictionary of Greek