- κατ-αμβλύνω
κατ-αμβλύνω, abstumpfen; κατημβλύνϑη κέντρον Agath. 15 (V, 220); übertr., κέαρ Soph. O. R. 688, Schol. ἐκλύω, ἄϑυμον ποιῶ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αμβλύνω, abstumpfen; κατημβλύνϑη κέντρον Agath. 15 (V, 220); übertr., κέαρ Soph. O. R. 688, Schol. ἐκλύω, ἄϑυμον ποιῶ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.