- κατα-δορατίζω
κατα-δορατίζω, mit dem Speer niederstrecken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-δορατίζω, mit dem Speer niederstrecken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκαταδορατίζω — Μ κατατρυπώ με δόρυ εκ τών προτέρων, φονεύω κάποιον εκ τών προτέρων με δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατά + δορατίζω «ρίχνω το δόρυ»] … Dictionary of Greek