- κατα-δαίω
κατα-δαίω (s. δαίω), zertheilen, zerstückeln; als Tmesis rechnet man hierher οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Il. 22, 354; ὑπ' ἰχϑύων καταδασϑῆναι Luc. Demon. 35; καταδέδασται erwähnt Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-δαίω (s. δαίω), zertheilen, zerstückeln; als Tmesis rechnet man hierher οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Il. 22, 354; ὑπ' ἰχϑύων καταδασϑῆναι Luc. Demon. 35; καταδέδασται erwähnt Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… … Dictionary of Greek
δαΐζω — (I) δαΐζω (Α) 1. διαχωρίζω, σχίζω στα δύο, χωρίζω 2. τεμαχίζω, σφάζω, φονεύω («δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας) 3. (για πόλεις) καταστρέφω, ερημώνω 4. (για τα μαλλιά) ξεριζώνω («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων») 5. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («ὥρμανε… … Dictionary of Greek
δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… … Dictionary of Greek
πούρδαιν — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαγειρεῑον Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. τ. τού πύρδαιον «μαγειρείο» (< πῦρ + δαίω «ανάβω»)] … Dictionary of Greek
πυροδαίσιον — τὸ, Α [δαίω] (κατά τον Ησύχ.) τόπος όπου καίνε φωτιά, μαγειρείο … Dictionary of Greek
πύρδαλον — τὸ, ΜΑ, και πύρδανον Α (κατά τον Ησύχ.) 1. το καύσιμο ξύλο ή φρύγανο 2. μαγειρείο ή φούρνος κουζίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαίω «ανάβω, καίω» (πρβλ. δαλός «πυρσός», δανός «καμένος, ξηρός»)] … Dictionary of Greek