κατ-αμαξεύω

κατ-αμαξεύω

κατ-αμαξεύω, f. l. für καϑαμαξεύω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …   Dictionary of Greek

  • καθαμαξεύω — (Α) 1. κατατρίβω με τους τροχούς τής άμαξας 2. μτφ. πιέζω, συνθλίβω, συντρίβω («καθημάξευσε ταῑς συμφοραῑς», Ευνάπ.) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθημαξευμένος, η, ον α) διεφθαρμένος β) κοινός, συνηθισμένος, τετριμμένος, πεπατημένος γ) (για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”