- κατα-δεδίττομαι
κατα-δεδίττομαι, fürchten; Hesych. erkl. καταφοβεῖσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-δεδίττομαι, fürchten; Hesych. erkl. καταφοβεῖσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειδίσσομαι — και δεδίττομαι (Α) 1. εκφοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δειδίσσομαι (< *δεδFικ ιομαι), αττ. δεδίττομαι, αποτελεί πιθ. εκφραστικό αναλογικά σχηματισμό από τον παρακμ. δέδοικα του δείδω* κατά τους ενεστώτες σε ίσσω. Η βασική… … Dictionary of Greek