- κατα-διδράσκω
κατα-διδράσκω (s. διδράσκω), entlaufen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-διδράσκω (s. διδράσκω), entlaufen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατέδρα — κατά διδράσκω run away aor ind act 3rd sg (epic) κατέδρᾱ , κατά διδράσκω run away aor ind act 3rd sg (doric) κατέδρᾱ , κατά δράω do imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταέδρα — κατά διδράσκω run away aor ind act 3rd sg (epic) καταέδρᾱ , κατά διδράσκω run away aor ind act 3rd sg (doric) καταέδρᾱ , κατά δράω do imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek