- κατα-μαγγανεύω
κατα-μαγγανεύω, durch Zauberei betrügen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μαγγανεύω, durch Zauberei betrügen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
μαγγανεία — η (AM μαγγανεία) [μαγγανεύω] 1. μαγεία, θαυματοποιία, ιδίως εκείνη η οποία ενεργείται με τη χρήση φαρμάκων, βοτάνων ή μαγικών φίλτρων («τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία», Θεμίστ.) 2. απάτη με διάφορα μέσα νεοελλ. 1. η τέχνη τής επικοινωνίας με τον απόκρυφο … Dictionary of Greek