- κατα-δι-όλλῡμι
κατα-δι-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), verstärktes simplex, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-δι-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), verstärktes simplex, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεπώλεσαν — κατά , ἐπί ὄλλυμι destroy aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοός — (I) ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, ή, όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, ον (Α) 1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας» … Dictionary of Greek
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… … Dictionary of Greek
κατόλλυμι — (Α) καταστρέφω τελείως («νεολαία γὰρ ἤδη κατὰ πᾱσ ὄλωλεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
λωλός — ή, ό (Μ λωλός, ή, όν) 1. τρελός, παλαβός 2. ανόητος, απερίσκεπτος 3. αφελής 4. (για γέρο) ξεμωραμένος, ξεκουτιασμένος. επίρρ... λωλά (Μ λωλά) με ανόητο τρόπο, τρελά, παλαβά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής μτχ. ὀλωλώς τού μέσου παρακμ. τού ρ.… … Dictionary of Greek
ολοφώιος — ὀλοφώϊος, ον (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τής λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ.… … Dictionary of Greek
πανουλεύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐξώλης». [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. ουλ (< ὄλλυμι, πρβλ. οὖλος, οὐλοός) + κατάλ. ευς] … Dictionary of Greek
σηκολόης — ου, ὁ, Α 1. αυτός που καταστρέφει, που ερημώνει τον σηκό, δηλαδή τον στάβλο 2. στον πληθ. οἱ σηκολόαι (κατά τον Ησύχ.) «λῃσταί». [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» + ὄλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
όλυσος — ὄλυσος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀπολλύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση τού ὄλοισος και έχει σχηματιστεί από θ. ολ τού ὄλλυμι* (πρβλ. μεθύω > μέθυσος)] … Dictionary of Greek