- κατα-δαρδάπτω
κατα-δαρδάπτω, dasselbe, vgl. δαρδάπτω, Sp.; Hesych. erkl. κατεσϑίω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-δαρδάπτω, dasselbe, vgl. δαρδάπτω, Sp.; Hesych. erkl. κατεσϑίω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταδαρδάπτουσι — κατά δαρδάπτω devour pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά δαρδάπτω devour pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαλάπτω — ἀμαλάπτω (Α) καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλός, μεταπλασμένος ρηματικός τ. σε άπτω κατά το πρότυπο τών συνωνύμων ρ. βλάπτω, δαρδάπτω κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
περιδαρδάπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) (ενεργ. και παθ.) «λαιμάργως, απλήστως καταβροχθίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαρδάπτω «καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek