κατα-νεᾱνιεύομαι

κατα-νεᾱνιεύομαι

κατα-νεᾱνιεύομαι, verstärktes simplez, Sp.;τινός, verhöhnen, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεανιεύομαι — (Α) [νεανίας] 1. βρίσκομαι στη νεανική ηλικία 2. ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος, συμπεριφέρομαι με τρόπο απερίσκεπτο και αλαζονικό 3. δίνω τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις 4. αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας κάτι με νεανικό πνεύμα, με τόλμη, επιχειρώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”