- κατα-μελετάω
κατα-μελετάω, üben; τὰς αἰσϑήσεις ἐμπειρίᾳ καί τινι τριβῇ Plat. Phil. 55 e; τὴν ἀνδρείαν δεῖ καταμελετᾶσϑαι Legg. I, 649 c; Sp., die es, wie Eust., auch mit dem gen. verbinden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μελετάω, üben; τὰς αἰσϑήσεις ἐμπειρίᾳ καί τινι τριβῇ Plat. Phil. 55 e; τὴν ἀνδρείαν δεῖ καταμελετᾶσϑαι Legg. I, 649 c; Sp., die es, wie Eust., auch mit dem gen. verbinden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταμεμελετηκότες — κατά μελετάω take thought perf part act masc nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)