- κατα-μεθύσκω
κατα-μεθύσκω (s. μεϑύσκω), berauschen, trunken machen; aor., τούτους καταμεϑύσαντες κατεφόνευον, Her. 1, 106, wie Plat. Gorg. 471 b; Archyt. Stob. fl. 1, 79 u. Sp. Das praes. erst Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μεθύσκω (s. μεϑύσκω), berauschen, trunken machen; aor., τούτους καταμεϑύσαντες κατεφόνευον, Her. 1, 106, wie Plat. Gorg. 471 b; Archyt. Stob. fl. 1, 79 u. Sp. Das praes. erst Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερύσκομαι — Α 1. (κυρίως στο γ εν. πρόσ.) τερύσκεται (κατά τον Ησύχ.) «νοσεῑ, φθίνει» 2. (στο γ εν. πρόσ. τού παρατ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτείρετο». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς, τέρυ «ασθενής» + επίθημα σκω (πρβλ. μέθυ: μεθύσκω)] … Dictionary of Greek
μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… … Dictionary of Greek