- κατα-μιμνήσκομαι
κατα-μιμνήσκομαι, = simplex, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μιμνήσκομαι, = simplex, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμνησία — Πλήρης ή μερική απώλεια της μνήμης. Οι δύο φάσεις της μνημονικής λειτουργίας –η εγχάραξη της μνημονικής εντύπωσης και η μετέπειτα αναπόλησή της– είναι δυνατόν να αλλοιωθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Υπάρχει επομένως μία α. εγχάραξης, κατά… … Dictionary of Greek