κατα-μικρά

κατα-μικρά

κατα-μικρά, = Folgdm, Man. 4, 502.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • κούνα — (I) κούνα, ἡ (Μ) βλ. κούνια. (II) κούνα, ἡ (Μ) 1. σφήνα 2. φρ. (στο Βυζάντιο) «ή κατά κούναν τάξις» η προέλαση πεζών ή ιππέων κατά μικρά διαστήματα για ανίχνευση τού εδάφους ή για ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuneus «σφήνα»]. (III) η, και κούνι, το …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • Κίτρινος ποταμός — (κινεζ. Χουάνγκ Xo). Ποταμός (4.845 χλμ.) της Κίνας, ο δεύτερος σε μήκος και σε λεκάνη απορροής (745.000 τ. χλμ.) μετά τον Γιανγκτσέ. Ο Κ.π. πηγάζει από το υψίπεδο του Θιβέτ, Ν της οροσειράς Κουνλούν, λίγο πιο ψηλά από τις λίμνες Τσαρίνγκ και… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρκχάουζεν, Χάινριχ — (Heinrich Barkhausen, Βρέμη 1881 – Δρέσδη 1923). Γερμανός φυσικός. Ανέπτυξε την επιστημονική σταδιοδρομία του στη Δρέσδη ως καθηγητής της Φυσικής στο Πολυτεχνείο της πόλης. Το 1919 ανακάλυψε το μαγνητικό εκείνο φαινόμενο που σήμερα είναι γνωστό… …   Dictionary of Greek

  • μολοθρός — Όνομα μερικών πουλιών της οικογένειας των ικτεριδών, που είναι γνωστά και ως «ίκτερος των ποιμνίων». Το πιο γνωστό είδος είναι ο μ. ο μέλας (molothrus ater), μήκους 20 περίπου εκ. από τα οποία 8 καταλαμβάνει η ουρά με χρώματα όχι πολύ χτυπητά,… …   Dictionary of Greek

  • πατσίτσες — οι [πατσάς] (υποκορ. τού πατσάς) στομάχια και κοιλιές προβάτων ή κατσικιών μαγειρεμένα κατά μικρά κομμάτια …   Dictionary of Greek

  • ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… …   Dictionary of Greek

  • αποβατήρια — Κατά την αρχαιότητα, έτσι αποκαλούσαν την ευχαριστήρια θυσία προς τον Δία. Προσφερόταν από τους ταξιδιώτες των πλοίων, κατά την αποβίβασή τους στην ξηρά, όταν είχαν καλό καιρό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Γι’ αυτό τον λόγο o Δίας λεγόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”