- προ-βούλομαι
προ-βούλομαι, s. προβέβουλα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-βούλομαι, s. προβέβουλα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
προδιέρχομαι — Α 1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου από πριν 2. διηγούμαι κάτι προηγουμένως («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῑν ὑμῑν βούλομαι», Αισχίν.) 3. (για χρόνο) προηγούμαι («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * … Dictionary of Greek
προδιαλέγω — Α 1. συζητώ προηγουμένως 2. (μέσ. με παθ. αορ.) προδιαλέγομαι διαλέγομαι, συζητώ κάτι εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («βούλομαι οὖν προδιαλεχθῆναι περί τ ἐμαυτοῡ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.) 3. μέσ. (κατ ευφ.) συνουσιάζομαι.… … Dictionary of Greek
προδιορίζω — Α 1. θέτω όρια, ορίζω προηγουμένως («βούλομαι βραχέα προδιορίσαι περὶ ὅλης τῆς πραγματείας», Διόδ.) 2. διακανονίζω, διευθετώ, εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διορίζω «ορίζω, διαχωρίζω, καθορίζω, διακρίνω»] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek