κατα-μαστίζω

κατα-μαστίζω

κατα-μαστίζω, verstärktes simpl., Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαστίζω — (AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω) 1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω 2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ νεοελλ. κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την… …   Dictionary of Greek

  • κατεμάστιζον — κατά μαστίζω whip imperf ind act 3rd pl κατά μαστίζω whip imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωμίζω — και θωμίσσω (Α) [θώμιγξ] 1. μαστίζω, δέρνω («νῶτον μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «θωμίσσει νύσσει, δεσμεύει» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”