- κατα-δρυφάσσω
κατα-δρυφάσσω, umhägen, einpferchen u. schützen, χηλῷ γονάς Lycophr. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-δρυφάσσω, umhägen, einpferchen u. schützen, χηλῷ γονάς Lycophr. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεδρύφαξε — κατά δρυφάσσω fence round aor ind act 3rd sg κατά δρυφάζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)