- κατα-ζώννῡμι
κατα-ζώννῡμι (s. ζώννυμι), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-ζώννῡμι (s. ζώννυμι), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… … Dictionary of Greek
λευκόζωτος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῆς γῆς ἡ μὲν καλεῖται λευκόζωτος, ἡ δὲ μελάνζωτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ζωτος (< ζώννυμι «φορώ ζώνη»), πρβλ. μελάν ζωτος] … Dictionary of Greek
μελάνζωτος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῆς γῆς ἡ μὲν καλεῑται λευκόζωτος, ἡ δὲ μελάνζωτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζωτος (< ζώννυμι «φορώ ζώνη»), πρβλ. λευκό ζωτος] … Dictionary of Greek
υποζωννύω — ὑποζωννύω, ΝΑ, και υποζώνω Ν, και ὑποζώννυμι, Α [ζώννυμι, ύω] 1. ζώνω από κάτω για σύσφιγξη ή στερέωση 2. (σχετικά με πλοίο) συσφίγγω με την τοποθέτηση υποζώματος 3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) βλ. υπεζωκώς αρχ. 1. (το απαρμφ. παθ.… … Dictionary of Greek
χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… … Dictionary of Greek