προ-βουλεύω

προ-βουλεύω

προ-βουλεύω, voraus berathen, im Ggstz von ἐπιβουλεύω, Thuc. 3, 82; vgl. 8, 1, ἀρχήν τινα πρεσβυτέρων ἀνδρῶν ἑλέσϑαι, οἵ τινες περὶ τῶν παρόντων ὡς ἄν καιρὸς ᾖ προβουλεύσουσι; u. so gew. vom Rath zu Athen, einen vorläufigen Beschluß, προβούλευμα fassen, der nachher dem Volke zur Genehmigung vorgelegt wird; Ar. Equ. 1339; προβεβούλευται, Eccl. 623; Xen. Hell. 7, 1, 2; Dem. 19, 34 u. öfter bei den Rednern, τὸ προβεβουλευμένον ὑπὸ τῆς βουλῆς, Pol. 6, 16, 2; – τινός, berathschlagen für Einen, Xen. An. 3, 1, 37 u. Sp. – Bei Arist. pol. 4, 15 ein πρόβουλος sein. – Med., Her. 1, 133, Xen. Cyr. 4, 3, 17, καὶ προνοεῖν Mem. 2, 10, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”