- κατ-αείδω
κατ-αείδω, ion. = κατᾴδω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αείδω, ion. = κατᾴδω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… … Dictionary of Greek