- κατα-κέρασις
κατα-κέρασις, ἡ, Mischung, Temperatur, Arist. gen. anim. 1, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κέρασις, ἡ, Mischung, Temperatur, Arist. gen. anim. 1, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek