κατα-κλάζω

κατα-κλάζω

κατα-κλάζω, dor. = κατακληΐζω, κατακλείω; davon κατεκλάσϑης ἐς λάρνακα Theocr. 7, 84, doch ist hier, wie 18, 5 κατεκλάξατο, die Lesart nicht sicher.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατακλάζοντα — κατά κλάζω make a sharp piercing sound pres part act neut nom/voc/acc pl κατά κλάζω make a sharp piercing sound pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • κλάσθρον — κλᾷσθρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κλείθρον», κλειδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλᾴζω, ένας από τους πολλούς παράλλ. τ. τού κλείω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”