- κατ-ακονάω
κατ-ακονάω, schärfen, Eust. S. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ακονάω, schärfen, Eust. S. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακκανήν — κακκανῆν (Α) (δωρ. τ. απρμφ.) πιθ. εξάπτω, διεγείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκονῆν (με αφομοίωση τού τ σε κ) < κατ ακονῆν με αποκοπή, απρμφ. τού ρ. κατ ακονάω (< κατά + ἀκονάω < ἀκόνη] … Dictionary of Greek