κατα-κομάω

κατα-κομάω

κατα-κομάω, starkes Haar haben, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

  • τιθηνόκομον — τὸ, Α (ενν. γένος) (κατά τον Ησύχ.) «τοὺς Αἰθίοπας ἐπεὶ μέλανες καὶ κομῆται». [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός» + κομον (< κομάω < κόμη «μαλλιά»), πρβλ. και τον παρλλ. τ. τιθωνόκομον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”