κατα-κοιμίζω

κατα-κοιμίζω

κατα-κοιμίζω, 1) einschläfern, zu Bett u. in Schlaf bringen; τὰ δυςυπνοῦντα τῶν παίδων Plat. Legg. VII, 790 d; Sp.; übertr., λύχνον, auslöschen, Phryn. com. bei Ath. XV, 700 f; ἐξαπατήσας καὶ κατακοιμίσας τοὺς πολεμίους Plut. de glor. Ath. 2 M., »die Feinde einschläfern«. – 2) verschlafen, τῆς ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον Xen. Hem. 2, 1, 30; φυλακήν Ael. H. N. 1, 15. – Vgl. κατακοιμάω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιωπώ — σιωπῶ, άω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, άω, ΜΑ (αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω νεοελλ. δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε») αρχ. 1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι 2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (μτβ.) φυλάγω …   Dictionary of Greek

  • βαυβώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του Δυσαύλου, αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού. Μητέρα του Τριπτόλεμου και κατά μία άλλη εκδοχή του γιου της Μετάνειρας και του Κελεού, Ευβούλου, της Πρωτονόης και της Νίσας. Η Β. με τον σύζυγό της φιλοξένησαν… …   Dictionary of Greek

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • παρακοιτάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) παρακοιμώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κοιτάζω «βάζω σε κλίνη, κοιμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”