- προ-νηστεύω
προ-νηστεύω, vorher fasten; Her. 2, 40; Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-νηστεύω, vorher fasten; Her. 2, 40; Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκενεαγγώ — άω, Α κενώνω εκ τών προτέρων τα πεπτικά αγγεία, νηστεύω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κενεαγγῶ «έχω τα αγγεία του σώματος κενά, νηστεύω, πεινώ»] … Dictionary of Greek