- κατ-ακοντίζω
κατ-ακοντίζω, mit dem Wurfspieß niederwerfen, tödten; Her. 9, 17; Dem. u. Folgde, D. Sic. 16, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ακοντίζω, mit dem Wurfspieß niederwerfen, tödten; Her. 9, 17; Dem. u. Folgde, D. Sic. 16, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατατριακοντουτίζω — (Α) κωμική λ. τού Αριστοφ. (Ἱππῆς 1391), ο οποίος αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές τού 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό λογοπαίγνιο με τις λ. κατακοντίζω, δηλ. διατρυπώ, διαπερνώ πέρα πέρα, εντελώς, συνουσιάζομαι,… … Dictionary of Greek
σκουντώ — άω, Ν 1. ωθώ βίαια, σπρώχνω («έκανε ολόκληρη φασαρία επειδή κάποιος στο λεωφορείο τόν σκούντησε») 2. μτφ. ενθαρρύνω, παροτρύνω ή και πιέζω κάποιον να κάνει κάτι («πάντοτε πρέπει να τόν σκουντώ για να διαβάσει») 3. (αλληλοπαθ.) σκουντιώμαι και… … Dictionary of Greek
καθυπερακοντίζω — (Α) (επιτατ. τού υπερακοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο και υπερβαίνω πολύ τον στόχο μου 2. μτφ. κατανικώ, καταπολεμώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερ ακοντίζω «υπερβαίνω τον στόχο με το ακόντιο»] … Dictionary of Greek