- προ-αθροίζω
προ-αθροίζω, vorhersammeln, Suid. Erkl. von προαλίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αθροίζω, vorhersammeln, Suid. Erkl. von προαλίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσυναίρω — έω, ΜΑ αθροίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συναιρῶ «αθροίζω, συνάγω»] … Dictionary of Greek