- κατα-κοτταβίζω
κατα-κοτταβίζω, τινός, Einem zu Ehren den κότταβος werfen u. erklingen lassen, indem man seinen Namen dabei nennt, Ar. frg. 207.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κοτταβίζω, τινός, Einem zu Ehren den κότταβος werfen u. erklingen lassen, indem man seinen Namen dabei nennt, Ar. frg. 207.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεκοττάβιζον — κατά κοτταβίζω play at the cottabos imperf ind act 3rd pl κατά κοτταβίζω play at the cottabos imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… … Dictionary of Greek