- κατα-κηπεύω
κατα-κηπεύω, den Garten bestellen, pflanzen, übertr., Eumath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κηπεύω, den Garten bestellen, pflanzen, übertr., Eumath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek