προ-ξηραίνω

προ-ξηραίνω

προ-ξηραίνω, vorher trocknen, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προξηρανθέντα — πρό ξηραίνω parch aor part pass neut nom/voc/acc pl πρό ξηραίνω parch aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξηρανθέντων — πρό ξηραίνω parch aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξηρανθήσεται — πρό ξηραίνω parch fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξηρασμένα — πρό , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) προεξηρασμένᾱ , πρό , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) προεξηρασμένᾱ , πρό , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξηρασμένας — προεξηρασμένᾱς , πρό , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp fem acc pl (attic epic doric ionic aeolic) προεξηρασμένᾱς , πρό , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) προεξηρασμένᾱς , πρό ξηραίνω parch perf part mp fem acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξηρασμένον — πρό , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) προεξηρασμένον , πρό , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) προεξηρασμένον , πρό ξηραίνω parch perf part mp masc acc sg προε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξηραμμένα — πρό ξηραίνω parch perf part mp neut nom/voc/acc pl προεξηραμμένᾱ , πρό ξηραίνω parch perf part mp fem nom/voc/acc dual προεξηραμμένᾱ , πρό ξηραίνω parch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξηρασμένοις — πρό , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) προεξηρασμένοις , πρό ξηραίνω parch perf part mp masc/neut dat pl προεξηρᾱσμένοις , πρό ξηραίνω parch perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξηραμμένας — προεξηραμμένᾱς , πρό ξηραίνω parch perf part mp fem acc pl προεξηραμμένᾱς , πρό ξηραίνω parch perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξηραμμένην — πρό ξηραίνω parch perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξηραμμένοι — πρό ξηραίνω parch perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”