κατα-γνάμπτω

κατα-γνάμπτω

κατα-γνάμπτω, beugen, λόφον τενόντων Agath. prooem. 51 (IV, 3).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαδάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «γνάμπτω». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, μετονοματικό παρ. τού τ. φάδι* (< ὑφάδιον) και επομένως ορθότερη θα πρέπει να θεωρηθεί η γρφ. φαδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • χρίμπτω — και πιθ. γρφ. χρίπτω Α 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) πλησιάζω 3. μέσ. χρίμπτομαι α) (με δοτ. και γεν.) έρχομαι κοντά, προσεγγίζω («νεκροθήκης οὐ χριμπτόμενος», Ευρ.) β) περνώ ξυστά, αγγίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”