- κατα-καλλύνω
κατα-καλλύνω, verschönern, ausschmücken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-καλλύνω, verschönern, ausschmücken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεκαλλύνθη — κατά καλλύνω beautify aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκάλλυνε — κατεκάλλῡνε , κατά καλλύνω beautify aor ind act 3rd sg κατεκάλλῡνε , κατά καλλύνω beautify imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκάλλυνεν — κατεκάλλῡνεν , κατά καλλύνω beautify aor ind act 3rd sg κατεκάλλῡνεν , κατά καλλύνω beautify imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκαλλύνετο — κατεκαλλύ̱νετο , κατά καλλύνω beautify imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκαλλύνοντο — κατεκαλλύ̱νοντο , κατά καλλύνω beautify imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκάλλυνας — κατεκάλλῡνας , κατά καλλύνω beautify aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλυντήριος — α, ο (Α καλλυντήριος, ον) [καλλύνω] ο κατάλληλος να καλλύνει, να ομορφαίνει, ο καλλωπιστικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καλλυντήριο μέρος ή εργαστήριο καλλωπισμού αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Καλλυντήρια εορτή που γινόταν στην Αθήνα από… … Dictionary of Greek