προ-δίδωμι

προ-δίδωμι

προ-δίδωμι (s. δίδωμι), 1) vorher od. vorausgeben, vorausbezahlen, Pol. 8, 17, 7. – 2) bes. herausgeben, dem Feinde ausliefern, verrathen; ὅςτις τὸ σὸν ϑνητοῖσι προὔδωκεν γέρας, Aesch. Prom. 38; μὴ προδῷς πυργώματα, Spt. 233; τὸν φυγάδα μὴ προδῷς, Suppl. 415, u. öfter; ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι, Soph. Phil. 911; μήποτε προδώσειν τάςδε ἑκών, O. C. 1630, u. oft; auch ἐπ' ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς, Ant. 322; ἄνδρ' ἀπόντ' ἐκ δωμάτων προὔδωκε, Eur. Or. 574, u. öfter; auch c. int., ὃν σὺ προὔδωκας ϑανεῖν, 1588; τὰς πύλας, φρούριον, Ar. Av. 766 Ran. 362; τὰ πράγματα, Equ. 241; u. in Prosa: τινί τι, Her. 6, 23. 8, 128; u. pass., 7, 137; auch = in der Noth verlassen, im Stiche lassen, bes. in der Schlacht, 5, 113. 6, 15; πρός τινα, 3, 45; τὸ δοκοῠν ἀληϑὲς οὐχ ὅσιον προδιδόναι, Plat. Rep. X, 607 c; οἳ τὸ δίκαιον οὐκ ἄν ποτε προδοῖεν ἕνεκα δώρων, Legg. X, 907 a, u. öfter, wie Xen., z. B. Cyr. 6, 3, 27; προδοσίαν ἣν προδέδωκε, Din. 1, 10; – aufgeben, τὰς ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, Soph. Ant. 1165; ἀγῶνα, Aesch. 1, 115. – Auch scheinbar intr., wie deficere, abnehmen, ausgehen, z. B. von einem Flusse, der austrocknet und nicht mehr für das Bedürfniß der Trinkenden hinreicht, sie gleichsam verräth oder im Stiche läßt, Her. 7, 187; von einem Walle, der nachgiebt, seine Dienste versagt, 8, 52; vgl. Xen. Hell. 5, 2, 5; ἐπεὶ ᾔσϑετο τὸν ὀφϑαλμὸν αὐτὸν προδιδόντα, daß seine Augen ihn verließen, Dem. 52, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • ευπρόδοτος — εὐπρόδοτος, ον (Μ) αυτός που προδίδεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρό δοτος (< προ δίδωμι)] …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • θεοδοσία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. η μάρτυς. Καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης. Μαρτύρησε σε ηλικία 18 χρόνων στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, αφού την έριξαν στη θάλασσα. Η μνήμη της τιμάται στις 29 Μαΐου. 2. Θ. η μάρτυς. Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… …   Dictionary of Greek

  • υπερδίδωμι — Α [δίδωμι] παραχωρώ κάποιον για να σώσω έναν άλλο («πρὸ πάντων μίαν ὑπερδοῡναι θανεῑν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”