κατα-κείρω

κατα-κείρω

κατα-κείρω, abscheeren, abschneiden; κατακείρεται ὁ πώγων Plut. discr. adul. et amic. 9. – Gew. übertr., verzehren, aufreiben, βίοτον, οἶκον, μῆλα, Od. 4, 686. 22, 36. 23, 356.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • σκόρος — και σκώρος, ο, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών ευρύτατα διαδεδομένων εντόμων τής οικογένειας tineidae, τών οποίων οι λευκόχρωμες προνύμφες ζουν σε σπίτια, καταστήματα, αποθήκες και άλλους χώρους και τρέφονται με μάλλινες ίνες, προξενώντας… …   Dictionary of Greek

  • επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) …   Dictionary of Greek

  • κέλωρ — κέλωρ, ωρος, ὁ (Α) 1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος 3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από *κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα *ker «αυξάνω») και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

  • σχερός — (I) ὁ, Α (μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ τού ρ. ἔχω* (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα ρός (πρβλ. κυδοός)]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • αποκείρω — ἀποκείρω (AM) [κείρω] 1. κουρεύω 2. εκκλ. κουρεύω δόκιμο μοναχό κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος αρχ. 1. κόβω τελείως, κατακόπτω 2. καταστρέφω, τσακίζω …   Dictionary of Greek

  • κέρσα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Ἀσιανόν νόμισμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν πρόκειται για ελλ. προελεύσεως λ., πιθ. να συνδέεται με το κείρω «κόβω» (προβλ. και κέρμα)] …   Dictionary of Greek

  • κείρα — κείρα, η (ΑΜ) [κείρω] γηρατειά, γεροντική ηλικία αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «γενεά, ἤ ἡλικία» η νηπιότητα, η ατελής ηλικία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”