πρημαίνω

πρημαίνω

πρημαίνω, blasen, heftig wehen; πρημαίνουσαι ϑύελλαι, Ar. Nubb. 335, Schol. u. Suid., von πρήϑω ableitend, λαβρῶς φυσᾶν καὶ μαίνεσϑαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρημαίνω — blow hard pres subj act 1st sg πρημαίνω blow hard pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρημαίνω — Α 1. (για τον άνεμο) φυσώ, πνέω ισχυρώς, σφοδρώς 2. (με αιτ.) εντείνω, επιτείνω («πρήμηνον ἀξίην φωνὴν σεωυτοῡ», Ηρώνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παράγεται από τους τ. πρῆσμα, πρησμονή (< πίμπρημι) χωρίς το δυσερμήνευτο σ τών τύπων αυτών] …   Dictionary of Greek

  • πρημαίνουσα — πρημαίνω blow hard pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρημαινούσας — πρημαινούσᾱς , πρημαίνω blow hard pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πρημαινούσᾱς , πρημαίνω blow hard pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • per-1, perǝ- : prē-, preu- —     per 1, perǝ : prē , preu     English meaning: to drizzle, sprinkle, jet     Deutsche Übersetzung: ‘sprũhen, spritzen, prusten, schnauben”     Note: identical as sper ‘sprũhen etc.”     Material: А. perǝ : prē: Gk. πίμ πρη μι, *πρήθω (πρήσω …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”