- κατ-αγγελεύς
κατ-αγγελεύς, ὁ, der da meldet, verkündigt, ξένων δαιμονίων N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αγγελεύς, ὁ, der da meldet, verkündigt, ξένων δαιμονίων N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαγγελεύς — έως, ὁ, Α ο προάγγελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. κατ αγγελεύς, παρ αγγελεύς] … Dictionary of Greek
καταγγελεύς — καταγγελεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που αναγγέλλει, που γνωστοποιεί κάτι («ξένων δαιμόνων δοκεῑ καταγγελεὺς εἶναι», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγγελεύς (< ἄγγελος), πρβλ. εισ αγγελεύς, υπ αγγελεύς] … Dictionary of Greek