- κατα-κεκράκτης
κατα-κεκράκτης, ὁ, der Andere niederschrei't, sie durch Schreien todt macht, Ar. Equ. 304, Conj. für καὶ κεκράκτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κεκράκτης, ὁ, der Andere niederschrei't, sie durch Schreien todt macht, Ar. Equ. 304, Conj. für καὶ κεκράκτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράκτης — ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) [κράζω] κράχτης* μσν. 1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών τού βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές 2. ψάλτης εκκλησίας αρχ. κεκράκτης* … Dictionary of Greek