κατα-κερδαίνω

κατα-κερδαίνω

κατα-κερδαίνω, Gewinn aus Etwas ziehen; οὓς δ' ἂν εὕροι τῶν ἀρχόντων ἢ καταμελοῦντας τῶν φρουράρχων ἢ κατακερδαίνοντας Xen. Oec. 4, 7, aus Gewinnsucht vernachlässigen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • κερδώ — (I) κερδῶ, οῡς και όος, ἡ (Α) [κέρδος] 1. (ως επίθ. τής αλεπούς) αυτή που επιδιώκει κέρδος, πανούργα, δόλια, κατεργάρα, κλέφτρα 2. η αλεπού 3. (κατά τον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό) «γαλή» η άγρια γαλή, δηλ. η νυφίτσα ή το κουνάβι, η ικτίς ή ίκτις.… …   Dictionary of Greek

  • πετυχαίνω — Ν 1. σημαδεύω με επιτυχία, βρίσκω τον στόχο («τόν πέτυχα στο πόδι») 2. εννοώ ή μαντεύω («τό πέτυχες, αυτός ήταν») 3. συναντώ τυχαία κάποιον («τόν πέτυχα στη στάση») 4. κατορθώνω αυτό που επιδιώκω («πέτυχε ό,τι ήθελε» 5. (για εξετάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • χορταίνω — Ν 1. τρώω ώσπου να έλθει ο κορεσμός 2. γεμίζω («τα πλοία... που ως να ήπιαν φως κι έχουν χορτάσει», Γρυπ.) 3. μτφ. α) απολαμβάνω κάτι ώσπου να έλθει ο κορεσμός («χόρτασα φέτος χορό») β) μπουχτίζω, αηδιάζω («χόρτασα πια τις ψευτιές του») 4. παροιμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”