- προ-αν-έλκω
προ-αν-έλκω (s. ἕλκω), vorher hinaufziehen, im pass., Plut. plac. phil. 5, 6 l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αν-έλκω (s. ἕλκω), vorher hinaufziehen, im pass., Plut. plac. phil. 5, 6 l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προανέλκω — Α ανασύρω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνέλκω «έλκω πάνω, σύρω έξω»] … Dictionary of Greek
προελκυσάμενον — πρό ἕλκω sulcus aor part mid masc acc sg προελκυσάμενον , πρό ἕλκω sulcus aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προελκύσαι — πρό ἕλκω sulcus aor inf act προελκύσαῑ , πρό ἕλκω sulcus aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέλκων — πρό ἕλκω sulcus pres part act masc nom sg προέλκων , πρό ἑλκόω wound imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) προέλκων , πρό ἑλκόω wound imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειλκυσμένην — πρό ἕλκω sulcus perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προελκομένης — πρό ἕλκω sulcus pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προελκύσωμεν — πρό ἕλκω sulcus aor subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προείλκυσαν — πρό ἕλκω sulcus aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προείλκυσεν — πρό ἕλκω sulcus aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέλκειν — πρό ἕλκω sulcus pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέλκονται — πρό ἕλκω sulcus pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)