- κατ-αγωγεῖον
κατ-αγωγεῖον, s. καταγώγιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αγωγεῖον, s. καταγώγιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταγωγείον — καταγωγεῑον, τὸ (Α) το καταγώγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσ αγωγείον, υδρ αγωγείον] … Dictionary of Greek