- κατα-κωκύω
κατα-κωκύω, beklagen, betrauern, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κωκύω, beklagen, betrauern, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατακωκῦσαι — κατά κωκύω shriek aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακωκύσαι — κατακωκύ̱σαῑ , κατά κωκύω shriek aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωκυτός — Ποταμός της Θεσπρωτίας, που μαζί με τον Αχέροντα εκβάλλει στην Αχερουσία λίμνη. Κατά την αρχαιότητα, πίστευαν γι’ αυτόν, όπως και για τον Αχέροντα, ότι τα νερά του ήταν δηλητηριασμένα από ανθρωπόμορφο δράκοντα και ότι μέσω της Αχερουσίας οδηγούσε … Dictionary of Greek